λαιλαφέτης

λαιλαφέτης
λαιλᾰφέτης, ου, ,
A sender of storms, PLeid.W.8.21. (For λαιλαπαφέτης, cf. ἀνεμαφέτης.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαιλαφέτης — λαιλαφέτης, ὁ (Α) πάπ. αυτός που εξαπολύει λαίλαπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαιλαπαφέτης, με συλλαβική ανομοίωση (< λαῖλαψ + ἀφέτης < ἀφίημι «αφήνω»)] …   Dictionary of Greek

  • λαιλαφέτης — sender of storms masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιλαφέτη — λαιλαφέτης sender of storms masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”